άρα

άρα
(ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες γέρικων δέντρων και τρέφονται με τρυφερούς βλαστούς και φρούτα. Εκτός του ότι είναι οι μεγαλύτεροι παπαγάλοι, οι ά. ξεχωρίζουν για το όμορφο φτέρωμά τους. Εξημερώνονται εύκολα και ακόμα και μέσα στο κλουβί μπορεί να ζήσουν περισσότερα από 60 χρόνια. Από τις ωραιότερες ά. είναι η α. μακάο, με συνολικό μήκος περισσότερο από 80 εκ. και φτέρωμα κόκκινο, κίτρινο και γαλάζιο, η ά.η αραουράνα, γαλάζια στο πάνω μέρος του σώματος και κίτρινη στο κάτω, και η ά.η στρατιωτική, με φτέρωμα κυρίως γαλάζιο και ανοιχτοκίτρινο. Περιζήτητη είναι η ά. η υακίνθια, που φτάνει σε μήκος πάνω από 1 μ., έχει γαλάζιο φτέρωμα και ζει σε ολόκληρη σχεδόν τη Βραζιλία. Δύο άρες μακάο, είδος παπαγάλου πολύ διαδεδομένο στα τροπικά δάση της Αμερικής (φωτ. Duvelant). Το πουλί άρα η στρατιωτική (φωτ. Duvelant).
* * *
(I)
(AM ἄρα) (σύνδ.)
(εισάγει προτάσεις που δηλώνουν βέβαιο συμπέρασμα) επομένως, λοιπόν
αρχ.
Ι. (επικ. χρήση)
1. (για έμφαση της σημασίας ακολουθίας) α) οπότε, τότε, αμέσως, ευθύς
β) ακολούθως, έπειτα
γ) βέβαια, φυσικά (για να επιστήσει την προσοχή ή για να δηλώσει ηθική ή γενική αλήθεια)
2. (για σχέση ή σύνδεση) τότε, λοιπόν, γι' αυτόν τον λόγο, γι' αυτό
II. (αττ. χρήση)
1. (σε ερωτήσεις εκφράζει την αγωνία ή ειρωνεία αυτού που ρωτά) λοιπόν
2. (επεξηγητικός) δηλαδή
3. «εἰ μὴ ἄρα» εκτός αν ίσως
4. (σε υποθετικές προτάσεις) ίσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα αραρίσκω, άρτι, καθώς και με το (λιθ.) ir, (λεττ.) ir «και, επίσης», τα οποία προέρχονται από ινδοευρ. *r. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για αρχαίο επίρρ. που προήλθε από επίθετο με συγκριτικό ἄρ-yο(σ)- και υπερθετικό ἄριστος. Εκτός από τον τ. άρα υπάρχει επικός τ. ἄρ καθώς και εγκλιτικό μόριο ῥα (με έκθλιψη *) μετά τα μονοσύλλαβα , ὅς, γάρ κ.λπ. και το ἐπεί. Στα έπη η λ. χρησιμοποιείται με μεταβατική λειτουργία, για να δηλώσει την εξέλιξη, την πρόοδο στον λόγο («έτσι, λοιπόν»). Στην αττ. διάλεκτο η χρήση αυτή είναι σπάνια. Εδώ το άρα δηλώνει έκπληξη ή αποκάλυψη κάποιας σκέψης σε ιδιωματικούς τρόπους έκφρασης («μέλλω ἄρα, εἰ ἄρα»). Στον Πλάτωνα και Αριστοτ. το άρα έχει συμπερασματική σημασία. Συνδυάζεται επίσης με άλλα μόρια όπως τα γαρ, αυτάρ, ατάρ κ.ά. Στην κυπριακή ο τ. είναι ἔρ ή ἔρα με μεταβολή του φωνήεντος της ρίζας (πρβλ. «κατ' ἔρ ἔζεαι», Ησύχ.)].
————————
(II)
η
δίχτυ σε σχήμα ρόμβου που στηρίζεται στο έδαφος με πασσάλους για τη σύλληψη μικρών πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ara].
————————
(III)
κ. άραγε (AM ἆρα κ. ἆράγε) (ερωτημ. μόριο)
(δηλώνει απλή ερώτηση χωρίς υποδήλωση της απάντησης) ποιος ξέρει, μήπως, τάχα
αρχ.
1. «ἆρα μή» — όταν αναμένεται απάντηση αρνητική
2. «ἆρ' οὐ, ἆρ' οὐχί» — όταν αναμένεται απάντηση καταφατική
3. «ἆρ' οὖν»
(για να εξαγάγει καταφατικό συμπέρασμα)
ώστε
4. (στους ποιητές) ἄρα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ερωτημ. μόριο ἆρα της ιων. -αττικής προήλθε με κράση από το ἄρα* και το ερωτημ. επίρρ. , χρησιμοποιήθηκε δε κυρίως σε ερώτηση που δήλωνε ανυπομονησία, όπως ακριβώς και το επικό και λυρικό ἦ ῥα. Στην ποίηση γινόταν χρήση του ἆρα όχι ως ερωτηματικού, αλλά αντί του ἄρα. Το νεοελλ. ἄραγε προήλθε από το αρχ. ἆρά γε, θεωρούμενο ως μία λέξη, αφότου το γε έχασε την αυτοτέλεια του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρά — ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc/acc dual ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρά — Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc/acc dual Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρα — ir̃ indeclform (particle) ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρᾷ — ἀρά prayer fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀράομαι pray to pres subj mp 2nd sg ἀράομαι pray to pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀράζω snarl fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀράζω snarl fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀρή… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆρα — anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) αἴρω attach aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • άρα — σύνδ. συμπερ., επομένως, λοιπόν: Δεν ξανάγραψε να του στείλουμε χρήματα, άρα βρήκε δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”